Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Να με περιμένετε -!-..



Πού πας -;-
Για πού σηκώνομαι -;-
Παρερμηνευμένος κι ένστικτος
Διάφανος τοίχος
Σαν ήχος νεροποντής
Και μ’ υποδέχεσαι
Εκτοπισμένον κι άπειρο
Πυρωμένης θέλξης
Μαγνητισμένης παρακμής
Το πρωί να κοιμάμαι όναρ και
Το βράδυ να γλύφω πλατείες
Γδέρνοντας φώτα ομίχλης
Να συγκρουστούν οι αποστάσεις
Εκεί
Που πέθαναν οι ήρωες των στίχων
Με το φτηνό δηλητήριο
Των μέγιστων αλμάτων

Καμπούρης γελαστός
Βράχος, ρίγος και θύμηση –
Κάποτε κεραυνού ορμή
Που γεννούσε το κάλλος
Στην αέναα απέθαντη
Περγαμηνή μου
Τι γράφεις -;--
Γιατί αγχώνομαι -;-
Όταν μέσα στις φλέβες μου
Ακόμη παραδέρνουν
Αμφίβια κορίτσια
Και στήνουν το μνήμα μου
Στου νου μου το αντίσκηνο –
Μια εξωσυζυγική σας ανερμήνευτη
Διαστροφή των διατροφών σας -!-..
Κι εγώ
Πιλατεύομαι αλιβάνιστος
Προς τη δική μου
Επιδρομή
Εμπροσθοφύλακας πυροβολημένος
Να ψέλνω το δικό μου ρόλο
Με ρολά βιασμένα
Και θάνατο υπαρκτό
Στα φτωχά σας καντήλια
Κατεβάζω καντήλια κι είδωλα
Να έχουν να λένε
Οι εφιάλτες σας εις
Τους αιώνας σας
Παρά των αιώνων μου
Τις σεισμικές δονήσεις
Σ’ έναν επικήδειο ιαχών
Που μόνος μου
Εκφώνησα
Το βράδυ εκείνο
Της γέννησής μου -!-..