Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

το τηλεγράφημα




















Ειδήσεις στοπ

Κρίμα στο ρήμα αγαπώ στοπ

Προέλευση ρήματος άγνωστη στοπ

Εξέγερση στοπ

Ριψοκίνδυνο πέρασμα στοπ

Ρίμες στις ρίμες στοπ

Χαώδους επιβαλόμενου περιβάλλοντος στοπ

Εκείνη απούσα στοπ

Εκείνοι απόντες στοπ

Εκείνες σκοτάδια στοπ

Ρήγμα στο ρήγμα στοπ

Αίμα στο κύμα στοπ

Παράπλευρες απώλειες στοπ

Νοητικές απώλειες στοπ

Ξυράφι στην καρδιά μου στοπ

Σωρός επιστρέφεται εις τόπον προέλευσης στοπ

Κτήμα στο απόκτημα παραισθήσεων στοπ

Νύχτα στοπ
Οκτώβρης είκοσι και επτά ημέρες στοπ
Μισό σκάρτα αιώνα στοπ

Αρχηγείο επιστρατευθέντων Ποιητών στοπ
Τυπικά γράμματα στοπ
Λυπούμεθα στοπ

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

γιατί -;-
















Όταν συλλάβισα
"γιατί"
ανακάλυψα
την πηγή
των ανέμων
κι όταν
τόλμησα "Γιατί -;-"
πάγωσα
στο κρησφύγετο
των ανθρώπων
.......
Διότι

η Αλήθεια
απωλέσθη -!-..

για ... μια ελπίδα
της...αιώνιας πόλης

Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

Εκτός τειχών ... η άλλη Ιθάκη σε ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ




















Ο Ποιητής δε ναυάγησε..

Η Ιθάκη βυθίστηκε


Σπάσανε τα όνειρα


Σπάσανε τα οράματα

.....
Τον βρήκαν, θα πουν,
νεκρό
γαντζωμένο
σε ένα ταξιδιάρικο
που τον αρνήθηκε..
τ' αλήτικα χάδια
θα σαπίζουν στο
άμορφο πρόσωπό του
κι η άγκυρα...
ναυάγιο αυτή
να
του βαραίνει
το κορμί
του νεκρού ποιητή
μαρτύριο παντοτινό
απ' την εποχή που
τον χλεύασε ο
πυρετός του

Κι είχε λατρέψει
κάτι νύχτες!..
Κάτι κύματα
και ήχους βαποριών
Κάτι παιδιά
που σύχναζαν σκιές
στη σκιά του
ψάχνοντας Ιθάκες
σε θάλασσες πλατιές

Κι ύστερα
θα πουν κι άλλα...
Για τα
υπόγεια που
σαγήνευαν
το νου του
με τα πυρφόρα μάτια
των κοριτσιών
Για τις νύχτες του
των άγριων μεθυσιών
θα πουν

Για τις Ιθάκες που
τον γέλασαν
κανείς δε θα μιλήσει -
τις πουτάνες οπτασίες των
ονείρων του..

Αυτός όμως εκεί
Μια επιμονή αστείρευτη-!-
-γαντζωμένος που
εκοιμήθη
στην προπέλα ταξιδιάρικου -
επίλογός του
στης άλλης θάλασσας
στου ουρανού το χάος...

Κι έτσι
αφού οι
Ιθάκες
τον ξεγέλασαν
ο Ποιητής
Ιθάκη
εποίησεν
καθ' ομοίωσίν του
με ήχο
σσσιωπής...

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ





















Ευχαριστώ τους πάντες
που στάθηκαν
στον τόπο τούτο
και να πω
πως ό, τι γράφτηκεν εδώ
είναι μια ιστορία ζωής μου
κι όχι απλά
μια στιχοπλοκή..

Τελειώνω το μέρος το πρώτο
με τη δικιά μου διαθήκη
που σχεδιάζει το εγώ μου
και την ταυτότητά μου
και την πορεία μου..

Τα τραγούδι που ερμηνεύει
η αγαπημένη μου
Δήμητρα Γαλάνη
χαρίζεται σ' όποιον μ' ένιωσε
σ' όποιον με νιώθει..

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ




Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ

Ρωτάς-;-

Τώρα ρωτάς-;-

Έναν αιώνα που άργησα

να φύγω-;-

Έναν αιώνα που μάτωνα

που ήσουν-;-

Εγώ χαμήλωνα τους ίσκιους

πιο έντονα να φαίνεται

που έβραζε το αίμα

Εγώ βουτούσα την πυγμή

στου άνεμου το πιόμα

κι έξω απ’ τις πόρτες των θεών

σεργιάνιζα

κρατώντας τσίλιες

στα χέρια μου

ν’ αρπάξουν τη φωτιά τους..


Ρωτάς για ΄μένα-;-

Να με γροικάς σαν το πουλί

στου ανέμου την αντάρα

και σαν αρμύρα

στα χείλη σου

θαλασσινή


Κι αφού ρωτάς

και θέλεις να θυμάσαι..

θυμήσου με σα δειλινό

που γέρνει στο κορμί σου

Φλεγόμενο να με θυμάσαι

να σου ζεσταίνω την κάμαρη

και να σου σπέρνω όνειρα

Ένα καΐκι να θυμάσαι

στ’ ανοιχτά των νερών

με μια λησμονημένη

φυσαρμόνικα παιδιού

πάνω στις στοίβες με τα δίχτυα

Σκοινί να με θυμάσαι

που λύθηκε απ’ τον κάβο

και σέρνεται

στ’ άγριο το τσιμέντο


Χίλιες πληγές να βλέπεις

σε λάθος κορμί κι αγέρωχο

Μαστιγωμένες μέρες

σε ψυχή μήτρα φιλιών

Δυο μάτια βουρκωμένα

να θυμάσαι -

παράπονο τ’ αδίκου

που ήπιανε τη νύχτα

και σου φέξαν στο σκοτάδι

να μη χαθείς

μη ξεχαστείς κι αργήσεις ν’ αρμενίσεις…


Ρώτα, λοιπόν-!-

Για να θυμάσαι-!-

Στα σκοτεινά

αντάμωνα κορίτσια

Ξημέρωμα γεννούσα τα αγόρια μου

Κι ένα μαντήλι κόκκινο -

φουλάρι στο λαιμό μου

με μαύρα ρούχα

πυροβάτης οργισμένος

Μποτάκια

λυμένα συνθήματα -

τα κορδόνια

Κατρακυλούσα τα βράχια τους

να ΄ρθω να σ’ ανταμώσω

μ’ ένα κλωνάρι πυρετό

του πάθους μου λουλούδι


Ρώτα με-!-

κι αν θέλεις κάπως να με πεις..

Έρωτα κι Επανάσταση

και Προμηθεύ Πυρφόρο

Αυτά έχω ονόματα

Κι άλλα από τούτα

δε θα πω…

Θα φύγω…

Γιατί Εσύ

Εσύ έφυγες πρώτα…

Κι αφού το θες να θυμηθείς…

Θυμήσου με…

με δυο φτερά σπασμένα

που πετούσα


Χειμώνα και Φθινόπωρο

τότε να με θυμάσαι

Αγριεμένη θάλασσα

τρέλα μες το μυαλό μου..

από εκεί ανασύρθηκα

κι εκεί

φλεγόμενος

θα περπατήσω

μια νύχτα με φεγγάρι..

Κυριακή 11 Ιουλίου 2010

ο τελευταίος σταθμός

















Διότι είναι

ο καιρός εγγύς..

Μη με πλησιάζετε -!-

Δεν πωλούμαι -!-

Δεν ενοικιάζομαι -!-


Συναναστρέφομαι

τα στοιχειά

και βυθίζομαι

στα συστατικά μου


Υπερβαίνω

τη ρουτίνα

και

τις φοβίες σας

και κωπηλατώ

στους ωκεανούς


Γυρεύω

να φύγω τον

τρόμο σας

Πεπερασμένοι

και ανίδεοι -!-..

Στον τακτικό

στρατό σας

με την πλάτη

στεκόμουν πάντα

στις υμνολογίες

που σας έπλεκαν

οι δικτάτορές σας..

προς δείγμα

που σας είχαν

για γνώση μου

και

συμμόρφωσή μου


Και

τώρα

αποφάσισα

ούτε την

πλάτη μου

να σας εκθέτω

Όχι, για τις

μαχαιριές -

έχω εθιστεί

στον πόνο -

απλά

δεν πωλούμαι

δεν δειγματίζομαι

Κωπηλατώ

να φύγω -!-..


Σας ξέφυγα

με μια σβούρα

στην τσέπη

να μη ξεχάσω

...το παιδί-!-..

Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

κόκκινο φεγγάρι





















Όμως, εγώ,
είχα οπλιστεί τη
σελήνη

με βάρος
κι αίμα -!-
Γι' αυτό
πλησίασα τα
φαινόμενα
μυστικός
και
νηστικός χειρωνάκτης
στην ανέγερση
ερώτων -
κάστρων ιπποτών -
με πολεμίστρες προς
αντιμετώπιση
ανάγωγων
επελαυνόντων
κατακτητών

Έτσι
μιλώ πάντα
με
το κόκκινο
της
φωτιάς

όταν υπερβαίνει
τη φύση της
και παράγει
λατρεία

Όταν
πλαγιάζω
με το δαίμονά της
κι ιδρώνω
εκτοξεύοντας απ'
τους πόρους μου
αίμα
κι αλμύρα
και
δεν γίνονται
στάχτη οι
κραυγές μου
μα
κέλευσμα
για ουτοπίας
χορό
πάνω στην
αντανάκλαση τ'
ουρανού
σε μάτια που
ακυρώνουν τις
μονάδες μέτρησης
κι εκπέμπουν
βυθούς
και σφύριγμα αυλού
σε πλαγιές εύφορες
που αρνάκια
αρνήθηκαν στο
βοριά να
παγώσουν

Και αμαρτάνω
γιατί
με
παραμονεύει ο
χρόνος
που μου επέβαλε
ο τιμωρός
κι έτσι
μπορώ να
ξεπερνώ
την επισφάλεια
των ανθρώπων
όταν
αγγίζουν
το κόκκινο
της σελήνης μου..

Γι' αυτό
σ' ευχαριστώ που
έρχεσαι σε
νοτιά
και
ακουμπάς τις
αισθήσεις σου
με πέντε συν
στο
κεφαλόσκαλο
του κορμιού μου
κι άτακτα
βυθίζεσαι
ενώ παράλληλα
ανοίγεις τα
πόδια
για να δεχτείς
το κάστρο μου
με τους
άπειρους σε
αριθμό ιππότες -!-..

..και
λύνεσαι
δίχως να
κόψεις βίαια
τον
ομφάλιο λώρο σου -
γόρδιο δεσμό σου
με τα συνήθη
κι ύποπτα -
υποστηρίζοντας
μαζί μου
μια νύχτα πανσέληνη
πάνω στην
αμμουδιά που
μάρτυρας γίνεται
του
προπατορικού μας
αγγίγματος
με φορτία
διεγερμένα από
απολλώνια
αρπίσματα -!-

στο ... έλα..δίνεται, δονούμενο -!-..

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

μιας νύχτας, μιας ζωής






















Έπεφτα -!-
...Πέφτω -!-

Τι πάθος να
πέφτω -!-..

Ποτέ

ένα ένα σκαλί -
αργεί το
βαθύ σκοτάδι
Πάντα να
κατρακυλώ
Να νιώθω
τους χτύπους
Τις δονήσεις να
εξατμίζονται στις
πόρτες
της καρδιάς

Στο όνειρο..
να ζω -
πέφτοντας -
τη μανία
του έκπτωτου
αγγέλου
για
άγριο μεθύσι
επίγειας κόλασης
Τον ίλιγγο
στη δίνη
των ανέμων
όταν
ληστεύουν
τα μόρια
του νου
που ίδρωσε
να φτάσει
το ημισέληνο
και
πνίγηκε
στο
άλλο μισό
σ' ένα φιλί
μιας νύχτας
που έκαιγαν
τον τόπο -
να σβήσουν
τον Έρωτα
που ξαγρυπνούσε
στο βλέμμα σου..

Να
κατρακυλώ
το βλέμμα σου
και να ζω
τη φυγή σου
απ' τον
τρόμο
της άπνοιας
των
κουρασμένων
καραβιών

Να στάζω
γιορτή
στην άγνωστη
δόνηση
των χειλιών σου
...κι ύστερα
ν' απομνημονεύσω
τη σύνθεση
των ονείρων σου

Θα θυμηθώ
να σου σκαλίσω
μια βάρκα
στο στήθος πριν
φτάσω
πριν
ξημερώσει
κι
αρχίσω ν'
ανεβαίνω
με τα τέσσερα
που στάζουν
το αίμα σου

Ν' ανέβω πριν
πριν ξημερώσει
και
να σε βρω
να λύνεις το σκοινί
απ' τον
κάβο τον επίγειο
να με σηκώνεις -
άγκυρα -
για άλλους
ωκεανούς

Κι εκεί
στο μέσον
της στιγμής
ν' αδράξουμε
το πάθος -!-..

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

η υπόσχεση

















Νάιρα -!-
μ' ακούς;
Ήρθα -!-
Όπως το είχα
υποσχεθεί..
Χαμηλώνοντας
τα φώτα -
μη
φοβίσουν τα
παραμύθια σου
και ...
δεν ξέρω τραγούδια
μόνο
ανάσες βαθιές
πάνω
απ' της λίμνης σου
το όμορφο μάτι -
φεγγάρι ολόκληρο
σε γιορτή
ουρανού -!-

Θα
μπορούσα να
σου πω...
Στον καιρό εκείνο...
μα γέμισα δρόμους
δρόμους πολλούς
και
κουρελιάζω τα
λεπτά...
Τι να
τα κάνεις τα
λεπτά -;-
αφού
οι δρόμοι σμίγουν
και
οι αγάπες εν
λευκώ
αναδεικνύονται -;-

Σου αφήνω
την αφή στο
κατώφλι
για οδηγό
όταν
μου ταχυδρομήσεις
το πρωινό σου
χαμόγελο
με
μια υπόσχεση
παντοτινή -
αφού εμείς
ξεπεράσαμε τους
αιώνες..
κάθε πρωί
να σε κερνάς
φιλί
κι ονείρου
στράτες..

αφιερωμένο

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Ο κόσμος να γλυτώσει, απ' αύτην την πληγή...

















ΘΟΥΡΙΟΣ

ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ


Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;

Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιάς ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια, σκλαβιά και φυλακή.

Τι σ' ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ' ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.

Δουλεύεις όλη ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πει,
κι' αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιει.
Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν' να ιδής.

Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητοι άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά αφορμή.

Ελάτε με έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.

Οι νόμοι να 'ν' ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένει αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, ειν' πιο σκληρή φωτιά.

Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.

Εδώ σηκώνονται οι πατριώτες όρθιοι,
και υψώνοντας τα χέρια προς τον ουρανόν,
κάνουν τον όρκον.


Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.

Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να 'μαι, υπό τον στρατηγόν.

Κι αν παραβώ τον όρκον, ν' αστράψ' ο ουρανός,
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.

Τέλος του όρκου

Σ' ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι, να 'χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθ' ένας, ελεύθερος να ζη,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.

Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ' αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή.

Όσα απ' την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά
στον τόπον του καθ' ένας, ας έλθη τώρα πιά.
Και όσοι του πολεμου, την τέχνην αγροικούν
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.

Η Ρούμελη τους κράζει, μ' αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ' οφφικιάλος, σε ξένους Βασιλείς;
έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.

Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθή
ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πιά εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ' εθνικοί.

Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε σταις σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;

Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σα θεριά.

Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τα άρματα στο χέρι, καθ' ένας ας φανή,
Το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
μικροί μεγάλοι ομώστε, τυρράννου τον χαμόν.

Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννή.
Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθήτε στο μπογάζι, μ' εμάς και σεις μαζί.

Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθήτε, χτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός ειν' της πατριδος, ν' ακούστε την λαλιά.

Κι οσ' είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.
Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γεννήτε ένα κορμί,
κατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.

Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.
Τι σκέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.

Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.

Στρατεύματα σου στείλε, κ' εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυρραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρντζή πιά μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.

Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,
στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.

Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανή,
για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.

Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθή.
Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.

Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια, χτυπατε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός,
καρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.

Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδή,
πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί.
Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;
ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.

Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν' αρπάξουμε για μια
τα άρματα, και να βγούμεν απ' την πικρή σκλαβιά.

Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψη ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.

Ο κόσμος να γλυτώση, απ' αύτην την πληγή,
κ' ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

εφιάλτης Ελ λην(ο)ικός




















Το παράθυρό μου
στη θάλαττα
αγναντεύει
το Άριστον το
Παν
με του Μέτρου την
πυγμή
και
κύκλους
που
δεν εταράχθησαν
από
αγορές
και
πολέμους

Ορώ
οστά καπνισμένα
σε σχήμα νίκης
βιδωμένα
με χάλκινα καρφιά -
Ηφαίστου πυγμή -!-

Ορώ φωτιές
πάνω από
κύματα σε
αγρύπνια
με
του Προμηθέως
τον αχό
και το
ποδοβολητό
των αλόγων

Ορώ
νύχτες ολοφέγγαρες
με ξεκούμπωτους ήχους
στ' αγέρωχα νερά
κι ένα
κλαδάκι ελιάς
που γεννάται
απ' το κύμα το πρώτο

Κι ο Εφιάλτης - !... -
Με τους
φαρδιούς του ίσκιους -
μικραίνει
τον ορίζοντα
ελάχιστη η όραση ..
Και
τα κύματα
ξεφεύγουν
απ' του γαλάζιου
την έκταση..

Ομόνοια -
οίκος ανυπόφορος
με τη σύριγγα
καρφωμένη
στο ακροκέραμο
των βλεφάρων της

Πατησίων και
νύχτα σε
γόβες

μετεωρίζεται
και πέφτει
στο χάος

...
και Σύνταγμα -
οχετός
απόβλητων
..Μάντρα -
προς απόσυρση
ιδεών
Με φύλακες
μέθυσους
που κρατούν
φανάρι
στο βιασμό
της Αφροδίτης μας...