Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010

βραδινές συναντήσεις
















Ό,τι δεν πίστεψα από σένα ήταν τα χείλη σου.
Πάντα που ήσουν τα βράδια στις γωνίες
ξερνούσαν ακατάσχετα ορμόνες, αίμα και χολή -

από μια θύμηση παλιά κι ανώφελη
Έσπασα τα δάχτυλά μου προσπαθώντας να συγκρατήσω το χείμαρρο των υγρών σου
Έσπασαν οι συνδέσεις των σιαγόνων μου - δαγκώνοντας το ρεύμα πίσω απ' τα χείλη σου μήπως και πνίξεις αμέριμνους διαβάτες
Και τα πρωινά, γλυστρούσα στο χαμό σου
Όταν σκούριασαν οι οδοδείκτες σου, τα νεύρα μου διεστάλησαν γοργά και διψασμένα - λεωφόροι να γίνουν, δίχως φρένα να φύγουν οι βραδινές μας συναντήσεις
Κι έφευγαν, κι έφευγαν σ' αόριστες νύχτες
Ώσπου λαχάνιασε η ορμή.
Μάζεψε η Αυγή τα σπασμένα μου δάχτυλα -
τα συνέδεσε με τόνειρό μου
σκούπισε τις σκονισμένες ευθείες μου

Τα νύχια μόνη πέταξα, να μη πονέσω το αύριο
γιατί αύριο
έχω να φροντίσω τον κήπο της ζωής μου..