Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

-Τι - υπέροχες μέρες -!- ..




















Ήθελα από καιρό να μου μιλήσω με τις δικές μου ασύνορες κραυγές που έπνιγαν οι ανατολές των καρναβαλιών και μεθούσαν οι τρομαγμένες ερωμένες - θεατρίνες ξεπεσμένες με τους αλλότριους υποβολείς να υποσκάπτουν τη νοσταλγία των εποχών τους των χρυσών σαν έπη που ναυάγησαν όταν οι τυφλοί ποιητές αρνήθηκαν τα έπαθλα της γραφής τους αφού είχαν ήδη αρνηθεί την πολυτέλεια των εξωφύλλων τους με άδολα ταξίδια στον κόσμο των υπερπόντιων αισθημάτων με ολόκληρο το συν τους συν του μυαλού τους έξω απ' το χρόνο που τρώει ένα ένα τα μέλη της φύσης κι έξω από τα συμπλέγματα των αναγκών που παραλύουν το νου αλλά μ' ένα μεθύσι ατέρμονης δίψας για ανάδειξη της αλήθειας και πίστεψέ το κι εσύ υπάρχει αυτή πάνω απ' το θέατρο σκιών με τα πτυσσόμενα καθίσματα για ανετότερη προσαρμογή των θεατών στις σκηνικές εναλλαγές

Κι αν δε βλέπεις καλά γύρε στο πλάι

Και μου μιλώ και σου μιλώ ξεριζώνοντας όλα τα καλώδια του οργανισμού των επιβαλόμενων τηλεπικοινωνιών προς αποφυγή περεκτροπής των κλήσεων και εκπομπής τους στ' ανίκανα αυτιά πιθήκων και τέτοιων μαϊμουδίστικων συμπεριφορών που με μια μπανάνα στο στόμα μιλούν λένε στο σύστημα λακέδες λεκέδες των λεπτών μου κι ό,τι απόμεινε απ' το θαλασσί μια ανάμνηση απ' το λουλάκι που βούλιαζε η μάνα στη σκάφη τη μεταλλική αφού ουρανός δεν υπάρχει πια να στερεώσω και να στερεώσεις την καρδιά σου κι ένας τρόμος ύπουλου θανάτου περιπλανάται κι ανίδεοι εργαλείο τον αναδεικνύουμε καθημερινό μας δίχως να βλέπουμε ότι βουλιάζουμε όταν μας αρνούμαστε εμείς αρνούμαστε σε μας την πληθώρα των αισθήσεων πετώντας τους βολβούς των ματιών μας στις αποχετεύσεις των συνειδήσεων και ειδήσεις μας φτάνουν αυτοχειριών μαέστρων κι ονειροπόλων και τότε ενθυμούμαι θυμάσαι και συ το πάθος μας που κινούσε ολάκερο το σύμπαν και πώς ν' αντέξεις ξενέρωτος μετά στεγνός να σύρεις τα πόδια σου δίχως τις μπάλες της σκλαβιάς τα ίχνη σου ν' αφήσεις στο διάβα των αιώνων-;-

Κι αν δε βλέπεις καλά γύρε στο πλάι

Υπάρχουν τρόποι διαφυγής αποφυγής του λάθους σου σα να ορθώνω στο λαιμό εκεί στην καρωτίδα περίστροφο το χέρι και τρυπώ με το δείκτη μου το δέρμα του λαιμού μου μήπως κι αγγίξω επιτέλους τις χορδές μου τις φωνητικές να πάλλουν ξανά στη δύση των πάντων και να ψελλίσουν "σ' αγαπώ-!-" μήπως κι ακούσεις επιτέλους για πρώτη φορά τη φωνή μου φωνή σου που είναι..στο τέλος του χρόνου

Κι αν δεν ακούς καλά είναι που καρφώθηκες στο βαρέλι του γύρου του θανάτου.. και νόμισες ότι μπήκες στις γιορτές των ανθρώπων..υστεροφημία για να ΄χουν οι ματαιοδοξίες ανάπηρων ορμών

"Ει, ψιτ-!-" σε ΄μένα μιλάω..

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009

εξομολόγηση





















(επαναδημοσίευση)


Πουλιά δεν υπάρχουν πουθενά.
Κεραμωτή η προσπέλαση
κι αφώτιστη η συντροφιά σου
Με δυο νυχτερινές ειδήσεις
χωρίς ενδιαφέρον
Με δυο ξαφνικές απαλλοτριώσεις
χαμένου παρελθόντος.
Δεν υπάρχω.
Δεν υπήρξα ποτέ!
Η λύπη μου μετράει
τα χαμένα πουλιά,
ή τα σπασμένα κλαριά,
μιας ’μυγδαλιάς
π’ αγάπησα παιδί.
Ήρθα μόνο για να σβήσω
τη λάμψη
κάποιων πονεμένων ονείρων
με τέρατα και μουσικές σατανικές.
Ήρθα μόνο για λίγο
μες στο μυαλό τ’ αποσπερίτη
π’ άφησε να κυλάει το αίμα του
ως την πόρτα της καρδιάς μου.
Καρφωμένες εμφανίσεις
τοκετών κρυφών.
Παρθένες οι ματιές μας
οργιάζουν λυσσαλέα
στων κεραυνών το μεγαλείο.
Βουνά οι ψυχές και δε μιλούν.
Κι οι κοπέλες αρματωμένες,
σαν ευανάγνωστες
αρχαίες περγαμηνές,
διεκδικούν την ημέρωση
των χαμένων ηδονών.
Ψυχές κρατούσαν τη στάχτη
του παλτού μου,
κι ένα φτερό του ανεκδιήγητου
καπέλου μου
Ψυχές κρατούσαν.
Μια φορεσιά ξέχωρη
κι ένα μικρό μικρό καρφί
στ’ αριστερά του προσώπου μου.
Πες μου τώρα,
(τώρα πλημμύρισαν τα υπόγεια,
ακόμη και τα υπαίθρια σινεμά),
θυμάσαι ακόμη το παλιό μας θεατράκι
με την ανθισμένη άνοιξη;
Άνοιξα τον καιρό γρήγορα
και φοβισμένα.
Θ’ αφήσω πίσω μου τη νύχτα,
πάνω της να γέρνει ξεκρέμαστο
ένα παλιό μεταξωτό φόρεμα.
Θα κλείσω μια ερωτική κόλαση
στο τελειωμένο βιβλίο μου,
ν’ απορροφήσει
το δαγκωμένο χαμόγελο
μια αφρισμένη θάλασσα.
Κι εσύ τσιγγάνε χρόνε
θυμήσου,
θυμήσου το βοριά
και τα τρικυμισμένα μου βράδια.
Θυμήσου τα στήθια της
μ’ εκείνες τις βαθιές λαβωματιές.
Τα ουρλιαχτά κάποιων νεκρών
στις οργισμένες πλατείες.
Εγώ, που κάποτε, τα κύματα ήθελα
με πάθος να βυθίσω
στα νεανικά τα μάτια σου
έριξα το βλέμμα μου.
Κι ήξερα την πόλη
που θα σε συναντούσα.
Όμως προτίμησα να συννεφιάσω
μιαν αμυδρή χλωμάδα
της φαντασίας σου
Γιατί οι κραυγές νυχτώνουν
μαζί με τα πουλιά —
εκείνα των ωραίων
ταξιδιάρικων ποιημάτων μας.
Μίλα λοιπόν με το φεγγάρι
Μίλα μαζί μου.
Είμαι βροχή από χρώματα
που έβρεξε μια μέρα το ουράνιο τόξο,
στων απελμάτων δειλινών
την κρατημένη ανάσα.
Γοργά διπλώνουν οι σιωπές
κι εγώ βυθίζομαι.
Σαν ναυαγός απελπισμένος
αφήνομαι στην αγκαλιά σου.
Ήμουν εγώ,
που ήθελα την πλάση να κοιμίσω
Να ονειρευτώ μαζί της
την άσπιλη ρεματιά σου.
Μ’ ένα σαρκασμό στο πρόσωπο
τ’ αποσπερίτη,
που βύζαξε η πρωινή μου έπαρση,
για να τελειώσω εδώ,
χωρίς φίλους,
ένα ποίημα που άργησε
να τονιστεί,
όπως εγώ το ήθελα
απ’ εκείνα τα μακρινά,
παιδικά μου όνειρα.
Αντικριστά κι οι δυο,
με άπειρη κι αδέξια λαχτάρα,
φτερουγίζουμε στη μυστική κρύπτη
των βέβαιων πατημάτων.
Όμως για δες•
ο άνεμος αφέντης των καιρών,
που λάθεψε και πάτησε
τη ζωντανή καρδιά μου,
πάνω π’ αρχίζει να χτυπά μουσικά
στου φεγγαρόφωτου τα λημέρια,
την τσάκισε
και άστραψε
κι έγινε κατακλυσμός!
Αφέθηκα να πλέω στα λασπόνερα,
μαζί μου το τσιγάρο σου
π’ άξαφνα άρπαξε η μπόρα
και έκαψε αυτά τα νέρινα μόρια,
που μπόχα και δυσωδία
κι ανάθεμα μασούσαν.
Γι’ αυτό
μη μιλάς για μεγάλα νυχτέρια.
Αραχνοΰφαντες στιγμές
θα ξεμπροστιάσουν την προδοσία
εκείνων που έφυγαν,
αναμασώντας
χιλιοείπωτες κουβέντες,

εκείνων π’ ατίμασαν
τη χλωμή πασχαλιά.
Κι οι άλλοι,
που διαβήκαν σκυθρωποί,
τις ανεξίτηλες τις σκέψεις
των καθάριων νερών,
τώρα κρατούν φωτοβολίδες —
έτοιμοι είναι
να γιορτάσουν στον πανικό,
ένα μικρό, ολάνθιστο λιβάδι.
Ένας πληγωμένος ημίονος
σάλεψε γοργά
τα μπροστινά του πόδια
κι αλάργεψαν θαρρείς
κακοτυχιές και άλλα τέτοια,
που οι μανάδες σιγοψιθύριζαν
μαγειρεύοντας πρόχειρα
μια μασημένη βραδινή κουβέντα
έξω απ’ το χαμηλό παράθυρο
της κρεβατοκάμαρας.
Τα πόδια μου βουτώ
στην υγρασία των θεϊκών απαιτήσεων
και γρηγορεύω ένα ατίθασο πρωινό
με μια εκδρομή
στους «μικρούς του Παράδεισους».
Θέλω να πω ότι εγώ θυμάμαι! Πάντα!
...Ήταν Παρασκευή,
μπορεί και Σάββατο
κι άρχιζε μια καινούργια κόλαση
για μας τους πεθαμένους
με τις ξέχωρες φορεσιές
των ζωντανών
κρυμμένες δήθεν μυστικά
στα φλογοβόλα μάτια μας!
Θα ’θελα πολύ
μια φωτογραφία σου
ν’ αναστήσει το χρόνο,
στα κλεμμένα πεζοδρόμια
με τους σπασμένους σηματοδότες
Θα ’θελα να μεγαλώσω
κι εκείνο το μικρό μου όνειρο,
που άπιαστο πριονίζει
την άδηλη χαρά μου.
Μια ψυχική ουτοπία
των τρύπιων γεγονότων.
Οι αναθυμιάσεις των υπονόμων
που σακατεύουν αόριστα.
Κι έρχεσαι εσύ δειλά
και με κλείνεις
σ’ ένα υπόγειο σκοτεινό δωμάτιο
και ανατρέπεις
όλους τους νόμους της φύσης.
Κι εγώ άρχισα να τραγουδώ
για να μπορέσω επιτέλους ν’ αποδείξω
ότι και στο κενό
οι μέλισσες βουίζουν.
Κι εκείνη η μικρή χορεύτρια
όταν πλάγιαζε στο κρεβάτι μου
κρύωνε,
κι η μουσική ήταν τόσο δυσεύρετη
και τα κλειδιά σκουριάζουν
κάπου στο μείον άπειρο.
Θα ’θελα όμως μαζί
ένα γεμάτο πιθάρι με φύλλα λεμονιάς
να ’ναι αλλιώτικων εκδόσεων.

Κι όταν δραπετεύεις
ν α θ υ μ ά σ α ι.
Αόριστα σινιάλα
να μεταλλάζουν στο βλέμμα σου.
Θέλω να φαίνονται τα στήθη σου
μ’ εκείνους τους μικρούς ερωδιούς
που ζευγαρώνουν μιαν απόφαση.
Κι όταν αρχίζει η μέρα
ν’ αποφεύγεις
τις ύπουλες και
καλοχτενισμένες στιγμές
των δολωμάτων.
Για μας που προχωρήσαμε
έναν αιώνα τη ζωή
η ιστορία
ανοίγει καινούργιο κεφάλαιο.
Όταν δραπετεύεις, λοιπόν,
να ’ρχεσαι τα βράδια
Να πέφτει κατακόκκινο σεντόνι
στα μαλλιά σου
κι ο Πήγασος
να τρέχει στ’ ατίθασα βουνά σου.
Κι εγώ θα μαχαιρώνομαι.
Ξέφρενο το πλήθος θα ουρλιάζει:
« — Σταύρωσον, σταύρωσον!»
Σ’ ένα δειλινό,
που πανέμορφες εκστάσεις
θα στάζουν τους χυμούς τους,
τα δάχτυλά μου θα θέλουν
να σ’ αγγίξουν
όμως δε θα μπορούν.
Οι μουσικοί θα ζευγαρώνουν
στις αυλαίες των θεάτρων
Τα σπουργίτια θα χτυπούν
τα παράθυρα των ταπεινών
Κι εγώ θ’ αδειάζω τις φλέβες μου,
για ν’ αποδείξω ότι η υπόσχεση
είναι για μένα η αρχή.
Και στην απύθμενη τη συμφορά μου
είχα το κλάμα της φώκιας
και την αρρώστια
που σιγοτρώει τις ρίζες μου,
για να αφήσει τους άλλους
να ξεσκίσουν μια ζωγραφιά μου•
ένα λιοντάρι,
που σχεδίασα παιδί
σε μια υπόγεια σχολή
υποψηφίων σπουδαστών αρχιτεκτόνων.
Έτσι να με θυμάσαι.
Νομοτελείς επιφάνειες
πικραμένων μετουσιώσεων.
Αδειάζουν οι ποταμοί
και οι λιγοστοί κροκόδειλοι ψυχομαχούν.
Απελπισμένες χειρονομίες
θεριεύουν
κι αναριγώ.
Θα λευτερώσω
ένα πικραμένο ανάγλυφο μαχαίρι
που ’κρυψα βαθιά στη ζωή μου
Θα σπείρω
τη ροδαλή απόφαση του μέλλοντος•
έναν αυτόφωτο πλανήτη,
που πάνω του
θα χαίρονται τα παιδιά
Και μια κυψέλη
που ολημερίς
θα βομβίζουν οι μέλισσες.
Άφηνέ με
καθώς για να σβήσει
το φως της σκάλας
θα γυρίζεις το διακόπτη,
να τινάζω το χρόνο
απ’ το φθαρμένο παλτό
του τοίχου,
έτσι για να ξεμακρύνω λίγο
μια συμφορά,
απόνα δικό μου
προσκλητήριο ερώτων,
δοσμένη για πάντα
στην τρελή εξέγερση
του υποσυνείδητου.
Κι όταν αυτοί
που στο δρόμο πάντα περιμένουν,
για να φωτογραφίσουν
τις ανθρώπινες στιγμές,
μας δουν κρυφά να ονειρευόμαστε...
όλοι κάτι κρυφά ονειρεύονται
τα βράδια
κάτω απ’ το φεγγάρι.
Κι αν δεν υπήρχαν
τα πουλιά στον κόσμο,
δεν θα υπήρχαν κι οι τρελοί
που σηκώνουνε τα χέρια
και πετούν
και χάνονται.
Και τα εφτά χρώματα
φτιάχνουν μια παιχνιδιάρα πεταλούδα
σ’ έναν ανοιξιάτικο ουρανό
ή ένα άσπρο νεκρικό πουκάμισο
της τελευταίας μέρας του χειμώνα...

Θάρθω να σε καλωσορίσω
μ' ένα μπουκέτο όνειρα,
σ' ένα λιόγερμα εξίσου μελωδικό,
μ' ένα λίκνισμα κύκνου,
που τώρα αναπαύεται
στα σκοτεινά τα βάθη
των εποχών

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

στους μεγάλους οργασμούς


















Στα υποσέλιδα των οργασμών
είναι που οι κραυγές
υπογράφουν την ποίηση
σφραγίδες πυρακτωμένες
εκεί που δεν αναμένεις πια
πάνω που λες, ετέλευσα...
κι έχεις αρχίσει
το μεγάλο δρόμο
προέκταση της δίψας σου
για ταξίδια που δεν παραδίνονται
μα καλπάζουν
με τρένα δίχως σταθμούς
να σου φαλτσάρουν τις μελωδίες
να σηκώνεσαι απ' το ντιβάνι
και να λες...
τα πάθη μου δεν είναι λάθη μου
μα είναι τα ονείρατά μου

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

σατανικός διάλογος




















αφιερωμένο στο Χρήστο Τσάγκα

Ψιθυριστά, σα στάλες διακριτικής βροχής, σε πλήρη τάξη ζωής, νυχοπατώντας μην ξυπνήσει ο υπνοβάτης, κρατημένη ανάσα μη πέσει ο ακροβάτης
ψιθυριστά θεατρικά κι απόκοσμα, μη κοπεί το νήμα το τελευταίο, σαν ευγενής υπηρέτης της αιώνιας τέχνης
με παντόφλες χαρισμένες, για ακόμη άνεση εντός της κατοικημένης πυκνά συνοικίας
των πρώτων αγωνιστών στα μνήματα - ράφια της ατέλευτης βιβλιοθήκης

και, μέσα από καπνούς πολυκαιρισμένους στη φυλακή του αλκατράζ - παντού αλκατράζ - παντού μέλλουν θάνατοι, παντού πάντα επί παντός επιστητού,
όρθιοι νεκροί κι αγέρωχοι

Κι η γραφομηχανή έγραφε ακόμη
μυωπικά γυαλιά δίχως φακούς, αφού τους κατάπιαν τα σκοτάδια των χρόνων
ψιθυριστά και μόνο
και μόνο το άρωμα της δακτυλογράφου διαιωνίζεται. Και μόνο. Κι ο στεναγμός του έρωτα και μόνο. Όχι της πλάνης, όχι της παραπλάνησης των μασκοφόρων.
Από το απέναντι διαμέρισμα αντικρυστές κραυγές πόθου και πόθου και πόθου. Κι οι τελευταίες, της ανάπαυλας. Μετά την ένωση την πλήρη των ψυχών. Γιατί, υπάρχουν, το ξέρεις και αυτές. Αυτές που πάλλονται και πάλλουν τις χορδές του πιάνου. Κι υπάρχει κι η δασκάλα του πιάνου ακόμη, κρατώντας τους μετρονόμους όλους στις ανάσες της, πριν και μετά την πράξη. Πριν και μετά την εκτόξευση. Τσούζουν τα μάτια. Μολότωφ στα μάτια του πανικού μετά τον ύπνο τον αδέξιο. Τον αδέξιο ψευτοήρωα τον πορευτή στις οδούς των μπουρδέλων. Εκεί που χρηματίζεται το όναρ των ανθρώπων κι επιχορηγούνται οι επιχειρήσεις ορθοπεδικών στρωμάτων. Τις πουτάνες τις αγάπησα, ρε! Τις γκόμενες, όχι!
Ψιθυριστά, έτσι που λες, δίχως καρφιά. Και σου είπα, ε-;- και δίχως υπόστεγα παντός υλικού στην ψυχή... με καλούσε. Εμένα, με καλούσε. "Ναι... Είναι κανείς-;- Με ψάχνει κανείς-;- Είσαι εσύ Προμηθεύ-;-" . "Εγώ είμαι, Δάσκαλε-!-" Του αποκρίθηκα. "Άδειασες τις τσέπες σου στο πεζοδρόμιο-;-" είπε ξανά. "Γέμισα την καρδιά μου με τα δάκρυά σου, Δάσκαλε, κι οι χτύποι μου ανηφορίζουν στο μεγαλείο σου-!-"
"Τις πουτάνες να τις λατρεύεις" μου είπε, "στις γκόμενες άλλαζε σταθμό"
"Δάσκαλέ μου-!-" του μίλησα
"Δάσκαλέ μου-!-" κι αυτός...
Δεν έχω άλλα λόγια να πω...Τι να πω-;- Έγραφα. Έγραφε κι αυτός.

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

φωτιά και λάσπη




















Σώσε με -!-
γιατί
δεν έχω να σωθώ
Θόλωσαν οι στιγμές
στα πατώματα
των εγκλημάτων
εκεί
που οι πόρνες της ψυχής
αυτές
οι αγίες πόρνες
των χρυσών ταμάτων
χόρεψαν
πάνω στα κόκκαλα
των δαιμονισμένων πιστών τους
αυτών
με τα αιμορραγούντα μάτια
-διέξοδο-
αφού
οι φλέβες τους πληρώθηκαν
με χώμα μυρίων δακρύων
μυρίων
καθόδου
ημερών

Σώσε με -!-
μ' ακούς -;-
επουράνιο θύμα
δημιουργέ αιώνιων πληγών
γιατί
δεν έχω να σωθώ
σ' έναν άγνωστο πόλεμο
καμμένων θνητών
αφού
ορκίστηκαν οι τρελοί
στο βωμό των αισθημάτων

Τρελοί
τρελός
εγώ

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

μονόπρακτον





















Ο πρωταγωνιστής της πράξης
ένα τόπι-
εκείνο
που μου στέρησαν
παιδί που ήμουν

Κατρακύλησε όλα τα σκαλιά
όλα τα στενά
όλους τους θεατές
κι έπεσε στην αρένα
σ' ένα μονόλογο -
λέω,
πιάνου ακούρδιστου
αφού
πρωτόγονη η ύπαρξη μου -
για πράξη μία

Και τα φώτα
σίγησαν
αμφιθεατρικώς

Και γκρεμισμένος
χορευτής ένας
που φαίνεται
στο κέντρο των λεπτών -
λεπτά ευρήματα
για δύο στιγμές -
του πριν
και του τώρα
του τότε
και του αύριο

Στο μέσον
η κραυγή του αιώνα
σημαντική της πορείας μου
κραυγή αγανάχτησης
επανάκτησης της κίνησης
δίχως διάττοντες
να καρφώνουν και
να φεύγουν
μα με πλανήτες αυτόφωτους
υπεραιωνόβιους
να χειρονομούν
καταπατώντας τους νόμους
που επέβαλαν κακώς
κάποιοι
προς τέρψιν δική των

Καλός σκοπός
με το δάχτυλο στη σκανδάλη
να τρομάζει τους εφιάλτες
και το λάθος της ερωμένης
να επιβάλει το λάθος
Και γνωρίζω -
αυτό
το γνωρίζω καλά
- σαν τη μελέτη της προπαίδειας
δίχως την παπαγαλία της -
η πτέρνα του Αχιλλέως
εξουδετέρωσε
τη θεϊκότητα σε μια στιγμή
και μόνο ένα τόπι
διάφανο
δονεί τον καιρό

Δεν είναι σφαίρα
είναι όραμα

Κι όταν
η πράξις ετέλευσεν
οι σκιές
λησμόνησαν την αντίσταση
και η καθαίρεσις έσβησε
σαν τον ένα
το μοναδικό προβολέα
που κυνηγούσε το τόπι μου
καθ' όλη τη διάρκεια
των πεπραγμένων μου
επί σκηνής

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

να με προλάβεις στους δρόμους της νύχτας






















αφιερωμένο στις Στιγμές
των τελευταίων Ημερών μου


Αν με προλάβεις στο δρόμο

στα άγριά μου τα ζώα
μπροστά
να φρενάρεις

Μην αποχαυνωθείς
με τις ομίχλες
κι εγκαταλείψεις τις πορείες μου

Εγώ
απορρίπτομαι
και επιτυγχάνω συνάμα
μ' ένα μόνο
επιτρεπόμενο λάθος -
το ασυγκράτητο
των ήχων μου

Είναι που χειμωνιάζει νωρίς
κι η νύχτα εκπορνεύεται
για λίγα φώτα -
γιατί
στέγνωσαν τα μάτια της
κι η θάλασσά της
νεκρά έγινε
κι έχει ενδιαφέρον να τη δεις
καθώς
αποστεώνονται οι ιστορίες της
και τα στήθη της μαραγκιάζουν
και πώς να θραφείς-;-

Σκελετοί ανθρώπινοι
τυπώνουν όνειρα
κι αν με προλάβεις
στα διόδια θα λιάζω
τους δεσμούς τους αδίστακτους
και δίχως να πληρώσω -
λαθραία
κι επικίνδυνα -
θα γκαζώσω τα πάθη μου
ν' αφήσω εκτός φυλακίου οστών
λίγους σπόρους αγριολούλουδου
για τους ορειβάτες που
θα συλληφθούν την επαύριον
κι ένα υποβρύχιο θ' αφήσω
- σε τοίχους στίχους -
για μια αξιοπρόσεχτη
βραδινή απόφαση της σιωπής

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

στον επόμενο τόνο

















Στο δώδεκα -
το πυροβολημένο κενό
του παράπλευρου εαυτού μου -
ο δείκτης ο λεπτός
έσκισε το χρόνο
για να αιμορραγήσει
εσωτερικώς
το σκεύος που φυλάττει
τα πελάγη μου -
κάποια νεύρα, δηλαδή,
το μυελό και
τις συνδέσεις
τις αλυσιδωτές νεύσεις
των σφαιρικών αντιλήψεων
και την απουσία σου ή,
παρουσία της ανάμνησής σου
που εκτός τόπου και χρόνου
βρέθηκαν
να στενάζουν τα βήματά μου
στο πυρ της εξώσφαιρας
παρανοϊκών αντιστάσεων
γι΄αναμονή ανάστασης
μιας και τα λάθη
τους ζωντανούς απογράφουν
στα δελτία της φύσης μας

Κι οι δείκτες σπάνε
στο σφύριγμα του τρένου
που θέλει να φύγει

Κι οι αισθήσεις ερωτοτροπούν
με την αγωνία της σιωπής
στο κρυφό το σκολειό
στα σύνορα των εποχών

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009

Το ΤέΛος






















Μ ε γ ά λ ο Ε υ χ α ρ ι σ τ ώ!!!

κάπου αλλού
κάποια άλλη στιγμή
θ' ανταμωθούμε...

Αφιερώνω τα κομμάτια της ψυχής μου

σ' όλους εκείνους ,

που τουφεκίζονται καθημερινά

για να αλλάξουν τους ρυθμούς

της καρδιάς τους

και στο Όναρ του καθενός μας!...

Καλή συνέχεια!!!

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

το πέταγμα

Κάποιες φορές σταυρώνονται οι σκιές τότε που κουτσά αγάλματα τις προσπερνάνε ή όταν ράβεις τα χείλια μη σου ξεφύγουν τα φιλιά μπροστά στην άβυσσο πέμπτης ξενοδοχείου κατηγορίας με τους βουλωμένους νιπτήρες να μη μπορείς τις αποδείξεις να ξεπλύνεις όταν έτριξε ο σουμιές στο βρώμικο κρεβάτι πάνω στο στρώμα που βάφτηκε κόκκινο κατά του εφιάλτη ή και μ' αυτόν κατά -που νόμιζες - της υστερίας δίχως ν' ακουμπάς τους τοίχους μην πετάξεις και φυγή γίνεις κι ερωμένη των αιθέρων και βρεθείς στην ακτή των αστεριών με όλα τα σύμβολα της άλγεβρας - με όλα τα αξιώματα και τις παραστάσεις της οργής - που πήρα σε πήρα αγκαλιά - παιδί σε άλυτους που ΄λεγαν γρίφους - με νύχτες πουτάνες με φτηνό περιτύλιγμα αρώματος των στημένων αναστεναγμών στις σβέλτες κινήσεις της αρχής που νωθρές έγιναν εκεί που ο χρόνος γλύφει πλάτες μαστιγωμένες σε ανήλικα κορμιά στα στενά τα ανήλιαγα - ιούδας ο ήλιος που ξεδοντιάζει την αθωότητα καθώς κουδουνίζουν τα κέρματα στα πεζοδρόμια της καρδιάς κι εκεί δεν μπόρεσες δεν είδες το δάκρυ που δραπέτευε για μια μπουκιά αγάπη Κι εγώ με μια γαρδένια στο χέρι χάιδευα χαιδεύω το έλα στο δισταγμό του λεπτοδείχτη πολυδουλεμένου ρολογιού στο "ψιτ-!-" της πόρνης και στου φαντάρου τη λαχτάρα εδώ που καις τα όνειρα και καραμέλες γλύφεις να ξεχαστείς απ' την αλμύρα της θάλασσας αυτήν που κολλά - βδέλλα - στους βράχους και διαβρώνει τη ζωή Σταυρώνονται λοιπόν κι οι σκιές με σάρκα και οστά - που παρέβλεψες - σε δημόσια θέα προς διασκέδαση του όχλου που νόμιζαν Κι όμως οι ώμοι πετούν χέρια φτερά κι η σκιά στα δειλινά φτερουγίζει και θεός γίνεται γιατί ο ημίθεος είναι λίγος στο πέταγμα των ονείρων της Έτσι και το καρφί σου στην καρδιά αστόχησε στο θάνατο και θρήνος σου γίνεται

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

η αυτοχειρία της μελωδίας

















Το βιολί ερωτεύεται
τον ποιητή
κι εκείνος κερδίζει
το κέντρο της νύχτας
στου βρώμικου δρόμου
το μεθυσμένο μυαλό

Χορεύει
στην κουπαστή
αόρατου πλοίου
και δες-!- πετάει
στα νέφη

Νύχτα
με δοξάρι μαχαίρι
σκίζω χορδές -
τις φλέβες του καρπού μου -
στα νέφη
κι εγώ
να βρεθώ

Αριστερά οι αγκαλιές
στη μέση τα σπλάχνα -
κύματα πελαγινά -
Στην πλάτη
καρφιά
απ' τους φίλους
της απέναντι πόρτας

Οι άλλοι
ξεχάστηκαν
στο δίπλα της γιορτής
καθώς μιλούσαν με ΄μένα
στα θεμέλια του βάθρου μου
Μ' αφήνουν μ' αρμύρα
και σιωπή

Κι εσύ
λείπεις
και λέω
είσαι παντού

Γι' αυτό
κατασπαράζομαι -
πεθαίνοντας από πείνα

Με μια νεκρή σύνθεση νου
στο περιβάλλον
τ' αυστηρό
της αντιζηλίας
αντίο
λέω
κι έρχομαι
κι ας μου ΄κλεψαν τους στίχους
Στο βλέμμα μου
δεν έχουν λυτρωμό

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

(Έ) ΉΡΩΣ















της φίλης Selini






Τον παρεξήγησες ήρωα
τον πόλεμο ετούτο.
Τσάμπα τα έχτισες τα τείχη
και ξοδεύτηκες για όπλα
και πανοπλίες.
Γάζες και αντισηπτικά
δοξάζουν εδώ τους γενναίους.
Σπλάχνα χυμένα
και ραφές στα μαλακά
της σάρκας μόρια
και αρθρώσεις σπασμένες
και πόνος! πόνος ανήμερος
χωρίς αναισθητικό ή ντόπες
να σου μπήγει τα νύχια στην καρδιά
και να λες «τώρα θα πεθάνω!»
αλλά να μην πεθαίνεις.
Κι αν θες να ξέρεις ήρωα
τον πόλεμο ετούτο ποιος κερδίζει
κοίτα τον πιο διάτρητο
τον πιο κομματιασμένο
με τα βγαλμένα μάτια απέναντι
που μέσα σου κοιτάζει
αυτόν που σου ΄πε «Σ’αγαπώ»
κι απάντησες «ΦΟΒΑΜΑΙ!».

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

"Ο Δραπέτης"




















..."Όταν με τις σκέψεις μπλέκονται θεριά αφρισμένα, ξεμοναχιάζεται η ψυχή κι αναπηδά απ’ το σκοτάδι της το φεγγάρι ζαλισμένο. Τότε τρεκλίζοντας ανάμεσα στις σκοτεινιές τραγουδώ κυματιστά στα στενοσόκκακα του κόσμου προσπαθώντας η φωνή μου να τρυπώσει μέχρι μέσα στις μερμηγκοφωλιές ή, πέρα στο πλατύ το πέλαγο, να συρθεί πάνω στα νερά και μουσκεμένη να φτάσει σ’ ένα παλιό ναυάγιο. Ή, ν’ ανηφορίσει στα πάνω πάνω σαν τη περικοκλάδα και να κυλήσει στα γιγάντια αυτιά του Θεού. Τότε μπορεί από μια στείρα καρδιά να γεννηθεί η ελπίδα και ν’ αυγατέψει ο χρόνος στο πλατύ χαμόγελο του δειλινού. Και τότε βέβαια, στον ουρανό θα χυθούν ανάκατα οι νερομπογιές και θα βρεθεί ένα νόημα στην ύπαρξή του. Γιατί, είναι τραγική η ύπαρξη του “απέραντου” χωρίς ένα τουλάχιστον χρώμα στα μάτια του “μικρού”.

Μ’ ένα ξέφρενο χορό οι σκιές, σκιά κι’ εγώ, θ’ ανταμώσουμε μπροστά στην πύλη του Άδη, τότε που ο σκύλος – φύλακας θα έχει πια γεράσει και με νωθρό βλέμμα θα ζητιανεύει ένα κόκκαλο απ’ τον απάνω κόσμο. Και τότε στην ιστορία της ανθρωπότητας θα κατοχυρωθεί επίσημα η ανάσταση, αφού μια μια οι ψυχές θα ξεσκαλώσουν απ’ τις κούρνιες τους για να φτερουγίσουν μαζί μας σ’ αυτό το μεγάλο ανείπωτο ταξίδι που τελειωμό δεν έχει.

Φόρεσα τη μάσκα μου. Τα μαλλιά μου χύνονταν στους ώμους. Το λευκό σεντόνι που ήμουν τυλιγμένος είχε που και που στάλες αίμα. Η μάσκα κέρινη μιλούσε στη γης. Κάτω απ’ τη μάσκα το πρόσωπό μου αγριεμένο κραύγαζε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Οι προβολείς δημιουργούσαν μια ανυπόφορη ζέστη. Όμως η διπλοπροσωπία μου ξεγελούσε. Κι έμενα εκεί, πιστός στο ρόλο μου. Να μαζεύω τα στάχυα απ’ τις κεντημένες ποδιές των χωραφιών με το δρεπάνι μου κι ύστερα το βραδάκι να στρώνω το τραπέζι για το φτωχικό δείπνο. Ένα κορίτσι θα ξεχάσει μια παπαρούνα στο παράθυρό μου. Το γεράκι θα ζυγιάσει ξανά τα φτερά του, τελευταία φορά για σήμερα. Και η κραυγή της κουκουβάγιας θ’ αναμειχτεί με το σουσούρισμα των ζώων που ηρεμούν σε κάποια απέναντι πλαγιά. Κάπου όμως μέσα στο βάθος του κορμιού μου δυο γέροντες πάλευαν δίχως σταματημό. Ο Θεός με το διάβολο πάλευαν, οι αιώνιοι αντίπαλοι μέσα στην αντιπαλότητα των πάντων. Ισοδύναμοι μονομάχοι που τυραννούν το κορμί μου. Κι εγώ, ο μοναδικός θεατής αυτής της γιγαντομαχίας, χωρίς χειροκροτήματα, δίχως εκφράσεις έντασης και αγωνίας για το αποτέλεσμα, γνώριζα ότι ο αγώνας θα είναι ισόπαλος, η ζυγαριά δε θα γείρει ποτέ. Έτσι μόνο η γης θα βρίσκεται πάντα αντίκρυ στον ουρανό κι ο ουρανός πάντα αντίκρυ στη γης και οι χελώνες κάθε άνοιξη θα ξυπνούν και όλα θα τρέχουν αιώνια στην αόρατη κυκλική περιφέρεια. Κι εγώ έτρεχα, τρέχω κι ακόμα και νεκρός θα τρέχω, ατενίζοντας πολλές φορές πέρα μακριά το κέντρο της, πετώντας με τη ματιά μου πάνω από μια καστανή κοτσίδα κοριτσιού που ανέμελα απλώθηκε για να σχηματίσει την ακτίνα που θα ενώνει πάντα την κυκλική περιφέρεια με το άγνωστο κέντρο και να μεταδίνεται έτσι πάντα το αγκομαχητό, ο πόνος κι η χαρά στην υπέρτατη καρδιά.

Τσαλαβουτούν οι σκέψεις μου στα αρσενικά λαχανιάσματα πίσω απ’ τις ξύλινες πόρτες. Αισθάνομαι μια ακίδα να σέρνεται βαριά πάνω στις φλέβες μου. Το άσπρο σεντόνι που μ’ έντυσαν δεν έχει τώρα στάλες μόνο αίμα. Έχει χείμαρρους κατακόκκινο αίμα, αίμα ζεστό. Αίμα ζώου που θυσίασαν στον άγνωστο θεό. Το ζώο που πάντα σπαρταρά στα όνειρα όλων για να μεταφέρει με τη θυσία του απο τη μια μεριά στην άλλη την παράκληση και ταυτόχρονα τη συγχώρεση.

Ποιός είπε ότι ο θρήνος δεν άρχισε ακόμη; Όλα είναι προκατασκευασμένα. Κι η βροχή κι η πασχαλιά που μοσχομυρίζει στις γειτονιές. Ως, κι εκείνο το κάρο που σέρνουν γερόντια τσακισμένα και μυρίζει σάπιο κρέας. Ό,τι βλέπουμε, ό,τι γευόμαστε, ό,τι ακούμε κι αγγίζουμε, ό,τι νιώθουμε υπάρχει πριν από ΄μας για ΄μας. Έρχεται τρέχοντας να μας προλάβει και, πάντα μας προλαβαίνει τη σωστή στιγμή, άγνωστο από πού, άγνωστο από πότε κι έτσι δημιουργείται η ύπαρξή μας κι έτσι αποτυπώνονται οι πατημασιές μας πάνω στις χωμάτινες σελίδες της ιστορίας και το πέρασμα μας απ’ αυτήν παίρνει σάρκα και οστά και γίνεται πραγματικό. Όλα τρέχουν σαν το φως για να μας δώσουν ανάσα και καρδιοχτύπι με την παρουσία τους όταν ήδη είναι μεστωμένα.

“-Ε, ψαράδες πάρτε με μαζί σας! Πάρτε με μαζί σας ψαράδες. Θα ξεμπλέκω τα δίχτυα σας να είναι έτοιμα από πριν σουρουπώσει. Θα καθαρίζω την ψαρόβαρκα και με το πρώτο αστέρι που θα δω και με τον πρώτο κουρνιαχτό θα σας περιμένω. Με μια φυσαρμόνικα στο στόμα θα ξελογιάζω τις γοργόνες. Θα πλανεύω τα δελφίνια να σας κρατούν συντροφιά. Ε, ψαράδες πάρτε με μαζί σας! Ότι αξίζει στη ζωή είναι μια αγάπη, μια χούφτα νότες και μια χύτρα που σιγοβράζει τον επιούσιο πάνω στη φωτιά που άναψε μια καλόκαρδη μάνα. Πάρτε με μαζί σας ψαράδες.”

Θέλω το νερό να μουσκεύει το κορμί μου. Θέλω η θαλασσινή αρμύρα να ηδονίζει τα ρουθούνια μου. Έτσι ανθίζουν οι σκέψεις μου. Έτσι αναπηδά η καρδιά μου και μπορώ να χορατεύω με τον άλλο μου εαυτό και να αντέχω τις ριπές του ανέμου που παρεμποδίζει το πονεμένο μου διάβα στον ανηφορικό δρόμο του γολγοθά μου."...


απόσπασμα από το ποιητικό μου αφήγημα

"Ο Δραπέτης" εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

στους ήχους της φυσαρμόνικας






















Και ζήταγες πάντα να σβήνω τα φώτα να κατεβάζω τα μπαντζούρια - ούτε μια χαραμάδα έλεγες - ούτε καν μια φωνή, μια ζητιάνα ματιά "Εμείς", έλεγες "Κι εσύ θα γίνεις πόνος", έλεγες "μεγάλος" Έγερνα στα τοπία σου, τότε, μετρούσα τους πλανήτες σου
τη σκοτεινή πλευρά της σελήνης σου κατάκτησα, έγδερνες την πλάτη μου με τα ξερά κλαδιά των χειμώνων σου, έχω τα δάκρυα τα παιδικά στις παλάμες μου - μ' αυτά να ξεπλύνω παλεύω, λέω, παλεύω τα χώματα να διώξω, τα αίματα, τον πηλό που ξεράθηκε στην καρδιά μου και βουβή την έκανε κι ασήκωτη, ζεϊμπεκιές χορεύει τα βράδια βαριές κι ίσως τα πιο τρυφερά πατήματά μου στη ζωή, δεν έφυγες ΝΙΩΘΩ
ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ
τρύπησαν τα χέρια μου διαρρέουν όνειρα, τα δένω με την ουρά του χαρταετού που κρατάω στην αποθήκη μου που χαϊδεύω κάθε ξημέρωμα
να πετάξω, θέλω, να πετάξουμε να πετάξω
κάνω σινιάλα στους τρομοκράτες μου κλείνουν το μάτι γι' αυτό...μ' ακούς που τις νύχτες σηκώνομαι, πάντα υπνοβατούσα, εξάλλου,
κάνω έρωτα στις γωνιές αμβλυγώνιου, αφού το γνωρίζεις η γεωμετρία μου έδειχνε όλη την αλήθεια του Κόσμου
ναυπηγώ καράβι δικό μου, απλώνω τη γλώσσα μου κατάστρωμα, τα δάχτυλά μου κατάρτια, ταξιδεύω ωκεανούς
μήπως σου είπα ότι ο Αλέξανδρος έχει πολλές αδερφές στ' ανοιχτά της θαλάσσης; μάθε, μάθε, μάθε, τρικυμίες στο στόμα μου μέσα, τα σάλια παλινδρομούν φουσκώνουν κύματα
φτύνω κατάμουτρα τον ήλιο που ξεσκεπάζει πρόστυχες πόλεις, λες, να κοιμήθηκες μαζί τους, λες να κοιμήθηκα κι είναι η μανία απέραντη;
Κι όμως, εχτές έφυγα από μια ψεύτικη γιορτή, να σώσω μπόρεσα ένα φιλί να πάρω σ' ένα μεγάλο διασκελισμό της νύχτας
ανάμεσα στα πόδια της λαχάνιαζα τα σκοτάδια
γωνία εκατόν είκοσι μοιρών
ξάπλωσα τα δάκρυά μου, την ανάσα μου όλη, να ταχυδρομήσω τις λέξεις μου όλες, να κρατήσω το βιολί απ' το τάστο μη του φύγουν τα φτερά και
ναι;...είσαι εσύ; ο ταχυδρόμος χτύπησε μια φορά
μια φυσαρμόνικα έπαιζε στο πλατύσκαλό σου σκοπούς ανείπωτους, μόνο για δύο και κρεμάλα έπαιζε με λέξεις παιδικές και γι' αυτό δύσκολες
θα βρούμε τα γράμματα πιστεύεις; πιστεύω εις έναν σκοπό άναρχο...φιλώ. σε. όπως εσύ

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

στων Όχι τις παραμονές που γεννήθηκα





















"Πες μου χρόνια πολλά
σήμερα θλίψη μου
γιορτάζω"


...Είναι που μισώ τους αποχωρισμούς.
Όμως, αυτοί, με γουστάρουν τρελά...

Ανάμεσα σε στάσεις μέσων μαζικής μεταφοράς

μίλησα με τον εαυτό μου...


Κι άκου, άκου-!-

Επί των τάφων

κραυγές

καταιγίδες

και όχλος γοερός


Περιφέρομαι επικίνδυνα

σαν τα φαινόμενα

που επικρατούν


Επικροτούν

τη σιωπηρή μου αγωνία

Την πορεία μου

πίσω απ' τους τοίχους

αποδοκιμάζουν


Προαναγγέλω

έκτακτες καιρικές μεταβολές

Επιστρέφω

στη μήτρα
ή,
σε άβυσσο βυθίζομαι-;-


Είναι
που πάντα
μ' έψαχνα
και μύριζα
παντού
το άρωμά μου
Και στεκόμουν

μπροστά στον καθρέφτη

χρόνια πολλά

προσπαθώντας

να εξηγήσω
την παρεκτροπή μου

Κι άκου, άκου-!-

Μούσκεψα και απλώθηκα
Στις ρίζες
τυλίχτηκα -
έγινα ρίζες

Χρονογραφώ έρωτες

μ' ένα λιμάνι αγκαλιά

ίσως

κι ένα τρένο

για να κρατήσω
τις επιστροφές

στις ζωές των ανθρώπων


Παραμονές του -Όχι-

Ένα όχι πάντα, λοιπόν,
στη ζωή μου


Ακούς, μάνα μου-;-

Εγώ σ' ακούω

σ' ένα έκτακτο
δελτίο ειδήσεων -

παραμονές βομβαρδισμών


Ποιός είπε, επί των τάφων άκρα σιγή-;-
Εγώ
αγαπώ-!-
Και σήμερα
μου ΄παν
γιορτάζω

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

οι νύχτες οι δικές μου

Στο δικό μου σινεμά, οι απώλειες έσπασαν τα τείχη της κόλασης. Είναι που μεθύσαμε τα αποσιωπητικά των εν δυνάμει αισθήσεων και συναρπάσαμε τα υποσέλιδα των κειμένων. Έτσι, τράπηκαν σε φυγή οι επίδοξοι δολοφόνοι. Κι έσπασα τα ταμεία της λύτρωσης, με το κλάμμα του μωρού... Και μου θυμήσατε που έπαιρνα τους στίχους όλους και κατάπινα τα ρίγη όλα Όμως, και χάραζε, ζούσα ακόμη το βραχυκύκλωμα από μέλη υγρά με ιδρώτα χείμαρρο κι έδιωξα τα συνηθισμένα, εθισμένα παραμιλητά, γιατί άκουγα που παραμιλούσαν οι θαμώνες του συγκλονιστικού χάους. Θυμάμαι είχε κυλήσει απ' τα πόδια της το αίμα του πάθους. Δεν μπόρεσε να σταθεί πουθενά... Ούτε ακόμη στις νύχτες της κόλασής μου. Από τότε, καταπίνω το αίμα της για να μη ξεχαστεί. Ξημερώνει κι ας βραδυάζει γρήγορα εδώ... Τα δάχτυλα κινούνται ακόμη κι έγιναν φλόγες. Γι' αυτό τραγουδώ ακόμη και καρφώνω τα σκοτάδια με το χαμό της ορμής μου. Κι ας ήταν το επίκεντρο η καρδιά μου... Εφεδρικοί στρατοί κυριαρχούν στην κόλαση κι ακόμη μπορώ να ερωτεύομαι εγώ, εδώ που, οι συνεχόμενες τελείες ορίζουν συντριβή τεμαχισμένων μυαλών από πρόχειρες ανάσες μιας χρήσης. Κι εδώ που και πόρνες ακόμη αγίες γίνονται μέσα στον καταρράχτη των δακρύων μου... κι επιστρέφοντας τα τριάκοντα αργύρια κρεμιώνται στο ιστίο των αισθημάτων μου... ...Κοιτώ το ατέρμονο των γαλάζιων υδάτων και σας θυμίζω ότι πέρασα νωρίς από τη γειτονιά του φεγγαριού... Με αγάπη...

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

αποκάλυψη σχολίου

Ήταν όμορφα εκεί. Και μ' έσωζε πάντα το σφύριγμα του σταθμάρχη - τα τελευταία λεπτά της αποκάλυψης - Το όνειρο νότιζε πάντα την παρουσία μου μα, την υγραίνει ακόμη αφού περπατώ και χύνομαι αθεράπευτα ερασιτέχνης απολαύσεων. Λίγο σκοτάδι, θα πούμε, να προλάβει να ντυθεί η γιορτή - μετά ημίφως, για να βλέπω την ορμή Ακόμη και τα θεατρινίστικα θλιβερά χαμόγελα στα ξαφνικά των ημερών ύστερα ή, καλύτερα, στο κατόπιν της σκάλας - εκεί που φυλάσσονται τ' απομεσήμερα τα παιδικά και κουρνιάζουν τα σχέδια της πορείας Πόσο θλιμμένη η πρωταγωνίστρια του έργου-;- Πόση δυστυχία στον προαγωγό των φοβικών αναγκών-;- Όταν πρόστυχα χαϊδεύει το μεσονύκτιο κι αφού το δειλινό έχει θυμηθεί τις ώρες όλες...Καληνύχτα-!- για ΄σένα που εμπόδισες τη θύελλα να ξεσπάσει - Πάει να πει...έλα! Αφού από πάντα σε θυμάμαι στην ανάβαση των βουνών. Και τότε ακόμη, που νόμισαν ότι με άδειασαν στον αυτοκινητόδρομο - εκείνοι δεν κατάλαβαν ότι έτρεχαν με στροφόμετρο χαλασμένο και η ταχύτητα μια ανίατη φθορά. Κι εγώ ήμουν εκεί...να βλέπω την άδοξη μάχη αυτών που αυτοχρίστηκαν εραστές...Πόσο θλιμμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον-!- Το φλας της μηχανής κάηκε και κατέγραψα τη δύση με τη κάμερα του βλέμματός μου. Κι είναι που ποτέ δε γευμάτισα με τις μείξεις των χρωμάτων αλλά, αγκάλιασα την Αυγή... Και τώρα...Καλημέρα να πω κι έχει μια όμορφη βροχή-!-... Μα και σε ΄σένα, φιλιά για το δισάκι των ταξιδιών... Κι αν σταματήσεις στις επαρχίες...τα πρόβατα θα βελάζουν την αμαρτία σου. Εγώ θα είμαι εκεί - βουκολικά να καταγράφω τις ιστορίες των ρυτίδων... Γιατί, οι άνθρωποι γερνάμε νωρίς, πριν προλάβουμε να παιδευτούμε στις γλώσσες όλες της γης. Μα τυχερός όποιος μπόρεσε να κρατήσει στην καρδιά του το χάδι της μάνας και να κοιμάται ήρεμος με την ανάσα της στα χείλη του. Και τότε, βλέπεις, μπορείς ν' αγαπάς και να δίνεσαι. Πόσος νοτιάς στις μέρες μας... Καλημέρες, ξανά... Κι αν γίνεις θεραπευτής, να θυμάσαι τα όνειρα που τουφέκισες, μήπως και, προλάβεις να δώσεις το φιλί της ζωής στον εαυτό σου που, τον ξεπάγιασες ανήμερα χαράς...τότε που το κοριτσάκι άναβε όλα τα σπίρτα να ζεσταθεί και βρέθηκε να του χαμογελά δακρυσμένη η ... γιαγιά του. Πάντα στη ζωή κάποια γιαγιά δακρύζει χαμογελώντας...κι ας κοιτάζουμε εμείς το ταβάνι αιώνια για να ... λησμονήσουμε εμάς...

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

το μπλουζ το γαλάζιο















Θα μπορούσα

να σκοντάψω

στου "μπαρ το ναυάγιο"

τους κόκκινους τοίχους

Να κατρακυλήσω

βαμμένες σκιές -

νωπά
τα αίματά μου -
μετά το πέρας

των συναυλιών


Θα μπορούσα
με τα νύχια
να σκίσω

τα φώτα όλα

κι οι θαμώνες
πιο εύκολα
να γλιστρήσουν -
παθιασμένοι εραστές -

στα μπλουζ

των φαντασιώσεών τους -

στις γυναίκες

που δέχτηκαν

να παραμορφώσουν

τα είδωλά τους -

στις γεύσεις
των χειλιών

με κραγιόν διαρκείας
και φωσφορίζουσες ορμές -


Σταχτοδοχείο

θα μπορούσα

να διατηρήσω

την καρδιά μου

Να σβήσουν

κι άλλα τσιγάρα

και κουτσά αινίγματα

τη σάρκα μου

να κάψουν


Θα μπορούσα

μα δίψασα
γλυπτό
τυχαίας ανακάλυψης


Μέσα
σε οπές μυστηρίου του

ανίχνευσα φεγγάρια

με οσμή πυροτεχνήματος

Και πήρα
να σκίζω
νερά πελαγίσια

Καϊκια οι παλάμες μου

κι οι αισθήσεις
κωπηλάτες

Κι είναι

που πάντα
τις νύχτες

συναντώ τον άγιο
ξενυχτισμένο


Και το γλυπτό μου

στα σκαλοπάτια της φωτιάς


Φιλιά φορτωμένο

το προαύλιο των παθών

Παραδίνομαι

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

στο ταξίδι





















Νέα γραφή κειμένου
μ' εξώφυλλο
την παρακμή
που γατζώθηκε
απ' τους μηρούς
των κοριτσιών
χαμένη
στους δρόμους
μιας πόλης
πρόστυχα
ξαπλωμένης ανάσκελα
στη λεηλασία
του βοριά

Υποπτεύομαι
φλεγμονές στα μάτια
και σφαγές
νηπίων ημερών

Σ' όλες τις πτώσεις
λοιπόν
καρφιτσώνω τον έρωτα
Στη δοτική
μόνο
στερεώνω παράθυρο
στη θάλασσα

Στην πρώτη πράξη
να γυρεύεις τον καπνό
Στην τελευταία
την ανάσα
Και στο χειροκρότημα
να γλυστρήσω
σε ράγες τρένου
Να σύρω το μυαλό μου
Να ουρλιάξω
το σφύριγμά του

Κι ενώ το ταξίδι
θα βρίσκεται σε εξέλιξη
να διαλύσω το κενό
απ' τα βράδια
που πρόδωσαν τ' όνομά μου

Κι αυτές τις νύχτες
που κατρακυλώ
στα βρώμικα στενά -
εκεί η ζωή

Κάπου
σε μεθύσι
οι ανάσες
εγείρουν την ακοή μου
τις άλλες αισθήσεις
πάλλουν
και το κορίτσι
με το τριαντάφυλλο στο στόμα
ανάβει το τσιγάρο μου -
φουγάρο τρένου
για το ταξίδι
στη νιοστή των πράξεων

Κι όσοι ανώνυμοι
σχολίων αιρετικών
ή
σε επιστροφή κειμένων -
οι κραυγές δε διαγράφονται
των οργασμών
Κι εκεί
τα λόγια είναι αληθινά
και τα κλάματα
ακέραια
Και είναι
που πιστεύουμε
στους συχνάζοντες
στις πορείες
εκεί
που κατοικεί μόνιμα
η θυσία

Γι' αυτό
σου γράφω
δραπετεύουμε -
σε χρόνο ενεστώτα
στον πρώτο του πληθυντικού καημό -

Κι ας γέμισε η πόλη φλεγμονές
υπάρχουν στιγμές
που δε χάνονται